ἀπαλλάττομαι

ἀπαλλάττομαι
ἀπ|αλλάττομαι ['удаляться чего'] 1. уходить откуда; 2. освобождаться от чего

Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ἀπαλλάττομαι" в других словарях:

  • ἀπαλλάττομαι — ἀπαλλάσσω set free pres ind mp 1st sg (attic doric aeolic) ἀπαλλάσσω set free pres ind mp 1st sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • ԶԵՐԾԱՆԻՄ — (ծայ, ծի՛ր.) NBH 1 0733 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 13c, 14c ձ. ἁνασώζομαι, διασώζομαι, σώζομαι salvor, servor ἁπαλλάττομαι abeo, discedo եւն. Զերծ լինել. ազատիլ. ճողոպրիլ. պրծանիլ. ապրիլ. փախստեամբ անկանիլ ʼի զերծ տեղի.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»